Μια Αναπάντεχη Επιστροφή
Μετά από μια εξαντλητική μέρα στη δουλειά, γύρισα σπίτι όπως κάθε βράδυ. Ανέβηκα στον όροφο, στάθηκα μπροστά από την πόρτα και, όπως πάντα, χτύπησα το κουδούνι. Καμία απάντηση. Χτύπησα ξανά, περιμένοντας να ακούσω βήματα. Τίποτα.
Έβγαλα τα κλειδιά από την τσέπη μου και ξεκλείδωσα την πόρτα.
Το θέαμα που αντίκρισα με έκανε να παγώσω.
Η τηλεόραση έπαιζε δυνατά, φωτίζοντας τον μισοσκότεινο χώρο. Το ψυγείο ήταν ανοιχτό, με φως να ξεχύνεται από το εσωτερικό του. Στο πάτωμα υπήρχαν διάσπαρτα ρούχα, παιδικά παιχνίδια και πετσέτες.
Προχώρησα προς το μπάνιο. Το πάτωμα ήταν βρεγμένο, σαν κάποιος να είχε φύγει βιαστικά, αφήνοντας πίσω του μια ακατάστατη εικόνα.
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.
Πού είναι η γυναίκα μου; Πού είναι το παιδί μας;
Έβγαλα αμέσως το κινητό μου και κάλεσα τη γυναίκα μου. Το τηλέφωνό της ήταν απενεργοποιημένο.
Ξαφνικά, άκουσα βήματα πίσω μου.
Γύρισα απότομα.
— «Αγάπη μου, γύρισες κιόλας;»
Η γυναίκα μου στεκόταν στην πόρτα, χαμογελαστή, κρατώντας μια σακούλα από το σούπερ μάρκετ.
— «Τι συμβαίνει; Γιατί το σπίτι είναι έτσι; Πού είναι το παιδί; Γιατί δεν απαντούσες στο τηλέφωνο;»
Ήρεμη, έβγαλε το παλτό της και άφησε τη σακούλα στο τραπέζι.
— «Το παιδί είναι με τη μητέρα μου. Και εγώ απλώς πήγα μέχρι το σούπερ μάρκετ.»
Κοίταξα γύρω μου, προσπαθώντας να καταλάβω.
— «Και όλο αυτό το χάος;»
Χαμογέλασε και κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ.
— «Δεν θα με ρωτήσεις πώς πέρασε η μέρα μου;»
Προσπάθησα να ηρεμήσω.
— «Τι έκανες σήμερα;»
Χασμουρήθηκε ελαφρώς και μου είπε χαμογελώντας:
— «Τίποτα. Απλώς ξεκουραζόμουν.»