«Η γιαγιά μου φτιάχνει τον καφέ με αλάτι αντί για ζάχαρη – μέχρι που κατάλαβα γιατί»
Όταν ήμουν παιδί, το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν το πιο ζεστό μέρος στον κόσμο. Μια παλιά μονοκατοικία με τζάκι, λουλουδένιες κουρτίνες και μια κουζίνα που μύριζε πάντα βανίλια, κανέλα και… καφέ. Πάντα καφέ.
Κάθε Κυριακή πρωί, η γιαγιά μου με περίμενε με το ίδιο χαμόγελο και δύο μικρά φλιτζάνια ελληνικού καφέ. Ο δικός μου ήταν «ψεύτικος», δηλαδή μπόλικος αφρός και ελάχιστος καφές. Ο δικός της όμως ήταν πάντα δυνατός — κι εκείνη έπινε την πρώτη γουλιά αργά, σχεδόν τελετουργικά.
Ένα πρωί, καθώς καθόμουν στην κουζίνα και την παρακολουθούσα να ετοιμάζει τον καφέ, είδα κάτι που δεν είχα προσέξει ποτέ. Αντί να ρίξει ζάχαρη, άνοιξε το γυάλινο βαζάκι του αλατιού και πρόσθεσε προσεκτικά μια μικρή πρέζα στο μπρίκι.
— «Γιαγιά; Έκανες λάθος! Έβαλες αλάτι!»
— «Όχι παιδάκι μου… έτσι τον πίνω πάντα εγώ», μου είπε με ήρεμη φωνή.
Εκείνη τη μέρα δεν μου εξήγησε τίποτα. Κι εγώ, παιδί όπως ήμουν, απλά το άφησα να περάσει. Έγινε απλώς “μια συνήθεια της γιαγιάς”, ένα μικρό παράξενο μυστικό που την έκανε… ακόμα πιο γιαγιά.
Χρόνια μετά, όταν ήμουν πια φοιτητής, ένα απόγευμα καθίσαμε ξανά μαζί στην ίδια κουζίνα. Ήταν μεγάλη πια, τα χέρια της έτρεμαν λίγο όταν κρατούσε το μπρίκι, αλλά έβαζε ακόμα την ίδια πρέζα αλάτι. Τότε, με αφορμή εκείνη την παλιά απορία, τη ρώτησα ξανά.
Κι εκείνη, αυτή τη φορά, μου απάντησε:
«Όταν ήμουν νέα, γνώρισα τον παππού σου σε ένα μικρό καφενείο. Ήταν ντροπαλός, και για να μου δείξει πόσο νοιαζόταν, μου πρόσφερε καφέ. Μπερδεύτηκε, όμως, και αντί για ζάχαρη έριξε αλάτι. Το κατάλαβα από την πρώτη γουλιά… αλλά δεν του είπα τίποτα. Χαμογέλασα και του είπα πως είναι ο πιο ξεχωριστός καφές που έχω πιει ποτέ. Εκείνος με κοίταξε με τα μάτια του γεμάτα αγάπη, και μου είπε: “Από σήμερα, αυτό θα είναι το δικό μας.”»
Από εκείνη τη μέρα, κάθε καφές που έπιναν μαζί, ήταν με αλάτι. Όχι από ανάγκη. Όχι επειδή τους άρεσε η γεύση. Αλλά γιατί εκεί, μέσα σε μια πικρή γουλιά, υπήρχε η ιστορία της αγάπης τους.
«Όταν τον έχασα», μου είπε με τρεμάμενη φωνή, «συνέχισα να τον πίνω έτσι. Για να τον νιώθω λίγο πιο κοντά.»
Την κοίταξα και δεν είπα τίποτα. Μόνο κράτησα το φλιτζάνι μου σφιχτά και της ζήτησα να μου φτιάξει και μένα έναν «καφέ με αλάτι». Χαμογέλασε συγκινημένη.
Κι από τότε, κάθε φορά που φτιάχνω ελληνικό καφέ στο σπίτι μου, ρίχνω κι εγώ μια πρέζα αλάτι. Όχι για τη γεύση. Αλλά για να θυμάμαι πως η αγάπη, η πραγματική αγάπη, κρύβεται στα μικρά. Σ’ εκείνα που δεν λέγονται, αλλά νιώθονται.
Στην πρώτη γουλιά. Σ’ ένα λάθος που έγινε θρύλος. Σ’ έναν καφέ που δεν ήταν ποτέ απλός καφές.
Το άρθρο δημιουργήθηκε από την ομάδα του fresh-news.eu