in

Η μάνα μου έγινε ιⓔρόδουλη για να με μεγαλώσει, για΄μένα ήταν ΠΑΝΤΑ μια κυρία! – Η ιστορία του Σταύρου

Γεννήθηκα στον Πειραιά. Η μάνα μου ήταν πανέμορφη, μοντέλο σωστό. Δεν εργαζόταν γιατί αγάπησε τρελλά τον πατέρα μου (καθηγητής στο επάγγελμα) ο οποίος της ζήτησε να μην δουλέψει για να κάτσει σπίτι να μεγαλώνει τα παιδιά. Ήθελε πολλά παιδιά η μητέρα μου αλλά τελικά μετά από μένα, έγινε ένα λάθος επάνω στη γέννα και της αφαίρεσαν μήτρα. Έτσι δεν μπόρεσε να κάνει άλλα.

Καταλαβαίνεις λοιπόν τί αδυναμία μου είχε. Δεν μου έλειπε τίποτα κι αν μου έλειπε, το είχα πριν το ζητήσω. Τον περισσότερο χρόνο τον περνούσα με τη μάνα μου, ο πατέρας μου ερχόταν το μεσημέρι απ’ το Πανεπιστήμιο και χανόταν στα βιβλία του ως αργά το βράδυ. Μια μέρα πήραν τη μάνα μου από το Πανεπιστήμιο και της είπαν να τρέξει γιατί κάτι είχε πάθει. Εκεί που δίδασκε σωριάστηκε. Έπαθε ανακοπή. Ήταν μόνο 45 χρονών.

Ξαφνικά από τη μια μέρα στην άλλη, έμεινε μόνη της με ένα μικρό παιδί, εμένα, στα 27 της χρόνια. Όλοι της γύρισαν την πλάτη και οι γονείς της ακόμα δεν ασχολήθηκαν. Το κακο είναι ότι δεν δούλευε και ως τότε δεν ήξερε να κάνει τίποτα για να ζήσουμε. Όμορφη καθώς ήταν και τόσο νέα χήρα, δεν άργησε να της βγει το όνομα όμως δεν έδινε σημασία. Ήταν πάντα με το χαμόγελο και την καλή κουβέντα ακόμα και σε εκείνους που ήξερε πως μίλαγαν άσχημα για εκείνη. Η μόνη της έννοια ήταν να μην πικραθώ και να μην στερηθώ τίποτα εγώ.

Ξεκίνησε να πλένει σκάλες και ρούχα σε άλλα σπίτια. Άκουγα που έλεγε ότι της ρίχνονταν οι άντρες και αναγκαζόταν να σταματάει και να παραιτείται. Άλλες φορές της έβαζαν πολύ βαριές δουλειές επίτηδες για να την κουράζουν και να μην ξαναπάει, επειδή οι κυρίες του σπιτιού ένιωθαν ότι απειλούνταν.

Μετά από λίγο καιρό, άρχισε να φέρνει πολλά λεφτά στο σπίτι. Ανεξήγητα πολλά λεφτά. Καινούρια παπούτσια για’ μένα, κρέας δυο φορές την εβδομάδα. Έλεγε πως είχε πιάσει δουλειά σε ένα πλούσιο σπίτι και πως της έδιναν τα διπλά λεφτά γιατί ήταν καλή αλλά έπρεπε κάποια βράδια να λείπει. 10 χρονών παιδάκι τί να μου πει; Ότι το πλουσιόσπιτο ήταν μπρδέλο στην Τρούμπα και τα βράδια έπιανε λιμάνι ο στόλος;

Ζούσα στο συννεφάκι μου. Νόμιζα πως η μάνα μου είχε σταθεί τυχερή. Άλλα παιδιά τελείωναν το δημοτικό και κατευθείαν έπιαναν δουλειά να βοηθήσουν την οικογένεια. Εγώ συνέχισα το Γυμνάσιο. Κάπου στα 15 μου τσακώθηκα με έναν συμμαθητή μου και πάνω στον καυγά μου είπε “Τί να παλέψεις εσύ ο γιος της π@ανας;”. Έγινε ο κακός χαμός, πιαστήκαμε άγρια στα χέρια. “Π@νας γιε, π@νας γιε στην Τρούμπα πήγαινέ, στην Τρούμπα πήγαινέ” φώναζε.

Το ίδιο βράδυ πήγα με έναν φίλο μου στην Τρούμπα εκεί που έλεγε ο άλλος ότι δούλευε η μάνα μου. Την είδα από μακριά να φεύγει με διαφορετικούς άντρες και τα έχασα. Το πρωί που γύρισε έγινε μεγάλος καυγάς. Έφυγα από το σπίτι και μέχρι τα 18 μου, έμενα σε ένα τσαγκαράδικο που είχα πιάσει δουλειά, στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας. Το γυμνάσιο δεν το τελείωσα δεν ξαναπήγα.

Η μάνα μου τρία χρόνια κάθε μέρα ερχόταν έξω από το τσαγκαράδικο τα βράδια πριν πάει στη…”δουλειά” και μου άφηνε φαί και λεφτά. Στεκόταν απ’ έξω, έκλαιγε και μίλαγε μόνη της. “Σταύρο παιδί μου συγχώρεσέ με, κατάλάβέ με”. Κάθε βράδυ το ίδιο για τρία χρόνια. Μια Πρωτοχρονιά στεκόταν απ’ έξω στο χιόνι, τουρτούριζε και μελανιασμένη από την παγωνιά, έκλαιγε και χτύπαγε την πόρτα. Της άνοιξα και έτσι με πήρε ξανα στο σπίτι. Μετά από λίγους μήνες φύγαμε από εκεί και μετακομίσαμε σε πολυκατοικία και εμείς.

Τη δουλειά αυτή τη συνέχισε, δεν την ξαναρώτησα ποτέ. Κάποια στιγμή μεγάλωσε και σταμάτησε. Μου πήρε σπίτι, με βοήθησε με τον γάμο μου και τα παιδιά μου. Δεν ξαναπαντρεύτηκε, νομίζω δεν έκανε ούτε κάποια σχέση μετά. Μπορεί και να σιχάθηκε με όλα αυτά που έβλεπε εκεί μέσα. Λίγο πριν το τέλος της ζωής της, αγόρασε ένα σπιτάκι στην κορυφή ενός βουνού σε ένα χωριό κοντά στην Αθήνα και αποσύρθηκε εκεί, στην ησυχία.

Ποτέ δεν συζητήσαμε τί είχε γίνει τότε. Γιατί ξαφνικά από “του καθηγητή ο γιος” έγινα “της π@ανας ο γιος”. Γιατί δεν έκανε κάποια άλλη δουλειά, γιατί έπρεπε να κάνει αυτή τη δουλειά, γιατί δεν σκέφτηκε πόσο μας στιγμάτιζε αυτό, πώς θα ένιωθα εγώ αν το μάθαινα, που τελικά το έμαθα και με τον χειρότερο τρόπο. Από τα 18 μου μέχρι που έφυγε απο τη ζωή δεν κουβεντιάσαμε ποτέ.

Μόνο μια κουβέντα μου είχε πει

“Εμπιστοσύνη αγόρι μου, ούτε στη μάνα σου την ίδια”.

Πόσο δίκιο είχε.

Μάνα μου, δεν με νοιάζει τί έκανες με το κορμί σου αλλά με την ψυχή σου.

Και η ψυχή σου, η καρδιά σου, με αγκάλιασε ολόκληρο και δεν με άφησε στιγμή να νιώσω υπό επειδή δεν είχα πατέρα.

Για μένα η πουτανιά είναι στην καρδιά, όχι στο σώμα.

Κι εμένα με μεγάλωσε μια κυρία.

Μάνα μου σ’ ευχαριστώ!

Σταύρος

Η Παναγία η Τσαμπίκα. Η Αρχόντισσα της Ρόδου

Επική περιγραφή στο Ρουκ Ζουκ: «Όταν τελειώνει ο άνδρας τι κάνει;» (Βίντεο)