in

«Κάθε μέρα στις 6:14 ο γείτονάς μου άνοιγε τα παντζούρια – Δεν φανταζόμουν ποτέ τι κρυβόταν πίσω απ’ αυτό»

Δεν ξέρω γιατί το πρόσεξα από την αρχή. Ίσως επειδή ξυπνάω πάντα νωρίς για δουλειά και το παράθυρό του είναι ακριβώς απέναντι από το γραφείο μου. Ίσως γιατί ζούμε σε μια πολυκατοικία όπου σπάνια κάποιος κάνει κάτι τόσο… ακριβές.

Κάθε πρωί στις 6:14, ακριβώς, ο γείτονάς μου άνοιγε τα παντζούρια. Ούτε λεπτό νωρίτερα, ούτε λεπτό αργότερα. Πάντα 6:14. Το κινητό μου το επιβεβαίωνε. Στην αρχή θεώρησα πως ήταν σύμπτωση. Ύστερα, συνήθεια. Αλλά όσο περνούσαν οι μήνες, μου έγινε μανία. Ποιος άνθρωπος λειτουργεί τόσο ρομποτικά; Γιατί 6:14; Γιατί όχι μια πιο «στρογγυλή» ώρα;

Κάθε μέρα το ίδιο σκηνικό. Το φως πίσω από τις κουρτίνες. Ο ήχος από τα ρολά. Η σιλουέτα του που στεκόταν για ένα δευτερόλεπτο στο παράθυρο, σαν να περίμενε κάτι… και μετά εξαφανιζόταν.

Ώσπου ένα πρωινό τον πέτυχα τυχαία στην είσοδο. Με τυραννούσε η απορία και πριν προλάβω να σκεφτώ, του είπα: – «Μπορώ να σας ρωτήσω κάτι περίεργο; Παρατήρησα ότι κάθε πρωί στις 6:14 ανοίγετε τα παντζούρια. Γιατί ακριβώς εκείνη την ώρα;»

Κοντοστάθηκε. Σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε στα μάτια. Στο βλέμμα του υπήρχε κάτι γλυκό αλλά και βαθιά μελαγχολικό.

– «Η γυναίκα μου…», μου είπε απαλά. «Όταν ήμασταν νέοι, κάθε πρωί στις 6:14 ακριβώς άνοιγε το παράθυρό της και μου έλεγε “Καλημέρα αγάπη μου”. Το είχαμε σαν μικρό αστείο μεταξύ μας. Ούτε στις 6:10, ούτε στις 6:15. Πάντα στις 6:14. Όταν φύγαμε από τα πατρικά μας και μείναμε μαζί, συνεχίσαμε να το κάνουμε. Εγώ σηκωνόμουν και της έλεγα καλημέρα στις 6:14. Και μετά πίναμε καφέ μαζί… μέχρι που…»

Δεν χρειαζόταν να ολοκληρώσει τη φράση. Το «μέχρι που» περιείχε έναν ολόκληρο κόσμο απώλειας και μοναξιάς.

– «Έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε που “έφυγε”. Αλλά εγώ συνεχίζω. Κάθε πρωί. Της ανοίγω το παντζούρι και της λέω… καλημέρα.»

Δεν ήξερα τι να του πω. Δεν ήξερα καν αν έπρεπε να πω κάτι. Ένιωσα ξαφνικά μικρός. Μικρός απέναντι σε κάτι τόσο απλό αλλά τόσο βαθύ. Μια ρουτίνα που για μένα ήταν μυστήριο, αλλά για εκείνον ήταν ιερότητα.

Από τότε, κάθε φορά που βλέπω τα παντζούρια να ανοίγουν, δεν βλέπω έναν ηλικιωμένο άνθρωπο. Βλέπω μια τελετουργία αγάπης. Ένα “καλημέρα” που περνάει μέσα από τον χρόνο και την απώλεια, και φτάνει εκεί που πρέπει.

Και τελικά, μερικές αγάπες δεν χάνονται. Απλώς συνεχίζονται με άλλους τρόπους.

Το άρθρο δημιουργήθηκε από την ομάδα του fresh-news.eu

«Η γιαγιά μου φτιάχνει τον καφέ με αλάτι αντί για ζάχαρη – μέχρι που κατάλαβα γιατί»

Πούλησα το πατρικό μου για να βοηθήσω τον γιο μου με το δάνειο — τώρα δεν μου μιλάει