Από πολύ μικρός ένιωθα κάτι μέσα μου να μη “κολλάει” με την εικόνα που είχαν όλοι για μένα. Μου αγόραζαν αυτοκινητάκια, αλλά εγώ ήθελα να παίζω με τις κούκλες της ξαδέρφης μου. Μου φώναζαν “παλικάρι”, κι εγώ πάγωνα. Δεν τολμούσα να μιλήσω, δεν είχα λόγια για να εξηγήσω αυτό που ζούσα.
Μεγάλωσα σε μια κλασική ελληνική οικογένεια. Ό,τι έβγαινε “εκτός πλαισίου” θεωρούταν ντροπή. Στα 14 μου άρχισα να διαβάζω, να ψάχνω τι σημαίνουν όλα αυτά που ένιωθα. Κατάλαβα. Δεν ήμουν “λάθος”, απλά ήμουν… εγώ.
Το ομολόγησα στη μητέρα μου στα 19. Με δάκρυα στα μάτια της είπα: «Μαμά, δεν είμαι ο Βασίλης. Νιώθω ότι είμαι η Βάσω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου». Δεν είπε λέξη. Μόνο με κοίταξε ψυχρά και είπε: «Δεν θέλω να σε ξαναδώ έτσι. Δεν έχεις θέση σε αυτό το σπίτι». Έμεινα σιωπηλή. Μάζεψα ένα σακίδιο και έφυγα.
Τα πρώτα χρόνια ήταν εφιάλτης. Δούλευα παντού: καφετέριες, κούριερ, αποθήκες. Χωρίς οικογένεια, με τις ταυτότητες να μη συμφωνούν με το πώς δείχνω, με τον κόσμο να κρίνει. Αλλά επέμεινα. Με αγάπησα. Έκανα τη μετάβαση μου, βρήκα στήριξη από ανθρώπους που δεν με ήξεραν αλλά με αποδέχτηκαν όπως είμαι.
Και τότε, έξι χρόνια μετά, σε μια παράσταση που έπαιζα, την είδα να κάθεται στην πρώτη σειρά. Ήρθε στο τέλος, με μάτια πρησμένα και μου είπε:
«Συγγνώμη. Σε είχα παιδί μου, και σε πέταξα. Δεν ήξερα πώς να σε αγαπήσω έτσι. Αλλά θέλω να μάθω».
Δεν την αγκάλιασα αμέσως. Πολλά είχαν σπάσει. Αλλά μέσα μου, άκουσα για πρώτη φορά εκείνο το κοριτσάκι να λέει:
«Η μαμά με βλέπει». Και αυτό άξιζε τα πάντα.
Το άρθρο δημιουργήθηκε από την ομάδα του fresh-news.eu