Βρισκόμουν σε ένα μικρό συνοικιακό καφέ, από αυτά τα ήσυχα που μοιάζουν να ανήκουν σε άλλη εποχή. Είχα καθίσει να πιω τον καφέ μου και παρατηρούσα τον κόσμο να μπαίνει και να βγαίνει. Μπροστά μου, στη σειρά, στεκόταν ένας νεαρός φοιτητής – γύρω στα 20, με φθαρμένο μπουφάν, μαλλιά λίγο ακατάστατα, και βλέμμα χαμηλωμένο. Όταν ήρθε η σειρά του να πληρώσει, άνοιξε την παλάμη του και άρχισε να απλώνει μονόλεπτα, δίλεπτα και λίγα πεντάλεπτα πάνω στον πάγκο. Τα μετρούσε προσεκτικά, ενώ η ταμίας τον κοιτούσε με ένα υπομονετικό χαμόγελο. Δεν υπήρχε τίποτα ντροπιαστικό σ’ αυτό — ήταν καθαρός, αξιοπρεπής, και φαινόταν ότι έκανε το καλύτερο που μπορούσε. Μου βγήκε αυθόρμητα: «Άφησέ το, κερασμένος από μένα σήμερα». Ο νεαρός σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε για πρώτη φορά, σοβαρός.
«Σας ευχαριστώ, αλλά… επιτρέψτε μου να πληρώσω», μου είπε χαμηλόφωνα. Του χαμογέλασα και είπα: «Κάποιες φορές είναι ωραίο να δέχεσαι κι ένα κέρασμα». Χαμογέλασε δειλά και τότε είπε κάτι που με άφησε άφωνο: «Κάποιος το έκανε για μένα πέρσι. Ήμουν χειρότερα τότε. Δεν είχα ούτε αυτά τα μονόλεπτα. Ένας άγνωστος μου πλήρωσε τον καφέ και μου είπε να το επιστρέψω όταν μπορέσω. Έκτοτε το κάνω, όταν μου περισσεύει κάτι.
Σήμερα, απλώς ήθελα να συνεχίσω τον κύκλο». Κούνησα το κεφάλι αργά, σαν να προσπαθούσα να καταλάβω πόσο απλό, και ταυτόχρονα πόσο μεγάλο ήταν αυτό που μόλις μου είπε. Καθίσαμε μαζί τελικά. Μου είπε την ιστορία του, εγώ τη δική μου. Και σκέφτηκα: μερικά μονόλεπτα μπορούν να αξίζουν όσο χίλια ευρώ – αρκεί να κουβαλούν μέσα τους λίγη καλοσύνη, λίγη ελπίδα και ένα χαμόγελο που δεν ξεχνάς.
Το άρθρο δημιουργήθηκε από την ομάδα του fresh-news.eu