in

Πούλησα το πατρικό μου για να βοηθήσω τον γιο μου με το δάνειο — τώρα δεν μου μιλάει

💸 Έδωσα τα πάντα για τον γιο μου — και τώρα με έχει βγάλει απ’ τη ζωή του

Πούλησα το πατρικό μου για να τον βοηθήσω. Δύο χρόνια μετά, δεν με καλεί ούτε στα γενέθλιά του.

Είμαι 63 ετών. Δεν έχω πολλά στη ζωή μου – δεν με ενδιέφεραν ποτέ τα πλούτη ή τα ταξίδια. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν η οικογένειά μου. Τα παιδιά μου. Και κυρίως ο γιος μου. Ήμασταν πάντα πολύ δεμένοι – έτσι τουλάχιστον πίστευα.

Όταν ο πατέρας του πέθανε, ο μικρός ήταν μόλις 14. Από τότε έγινα και μάνα και πατέρας. Έκανα δυο και τρεις δουλειές για να μη του λείψει τίποτα. Και το παιδί μου μεγάλωσε, σπούδασε, προχώρησε. Παντρεύτηκε. Έκανε τη δική του οικογένεια. Εγώ, από την άκρη, τον καμάρωνα.

Κάποια στιγμή, πριν δύο χρόνια, με πήρε τηλέφωνο. Είχε φωνή σπασμένη. “Μαμά, δεν τα βγάζω πέρα. Η τράπεζα με κυνηγάει. Μπορεί να χάσουμε το σπίτι”.
Είχα τότε ακόμα το πατρικό μου – εκεί που μεγάλωσα, εκεί που μεγάλωσε κι εκείνος. Ήταν το τελευταίο πράγμα που μου είχε μείνει. Όχι απλά ένα ακίνητο, αλλά μια ζωή γεμάτη μνήμες, πρόσωπα, μυρωδιές.

Χωρίς να το πολυσκεφτώ, είπα “ναι”. Πούλησα το σπίτι, χαμηλά, γιατί ήθελαν τα λεφτά άμεσα. Του έδωσα τα πάντα. Και μέσα μου ένιωσα γαλήνη. Ένιωσα περήφανη. Γιατί σκέφτηκα, “Έτσι είναι οι γονείς. Δίνουν, ακόμα κι όταν δεν τους περισσεύει.”

Τον πρώτο καιρό, μου τηλεφωνούσε. Μου έλεγε “μαμά, σ’ ευχαριστώ, δεν θα το ξεχάσω ποτέ.” Η νύφη μου όμως… ήταν πιο ψυχρή. Δεν ήθελε ποτέ να μένω πολύ σπίτι τους, ούτε να ανακατεύομαι. Το καταλάβαινα και έκανα πίσω.

Αλλά με τον καιρό… όλα άλλαξαν. Οι κλήσεις λιγόστεψαν. Τα μηνύματα έγιναν μονόπλευρα. Τον έπαιρνα και δεν απαντούσε. “Είναι απασχολημένος,” έλεγα στον εαυτό μου. Έστελνα για να δω το εγγόνι μου. “Έχουμε δουλειές, μαμά, θα σου πούμε.”

Στα γενέθλιά μου, φέτος, περίμενα μήνυμα. Ένα “Χρόνια Πολλά”. Τίποτα. Τους έστειλα εγώ. Διαβάστηκε. Καμία απάντηση.

Συνέχισα να βρίσκω δικαιολογίες για όλους. Ώσπου μια μέρα, μου είπε φίλη της γειτόνισσας πως “η νύφη δεν θέλει πολλά-πολλά μαζί σου”. Πώς γίνεται να ενοχλεί μια μάνα; Μια μάνα που έδωσε το σπίτι της, τον ιδρώτα της, για να σταθείς;

Και ξέρεις τι με πονάει περισσότερο;

Όχι που έμεινα χωρίς περιουσία. Ούτε που ζω πια σε νοικιασμένο.
Αλλά που φοβάμαι πως έμεινα χωρίς παιδί. Πως τον έχασα. Κι ανησυχώ ότι δεν θα τον ξαναβρώ ποτέ.

Το άρθρο δημιουργήθηκε από την ομάδα του fresh-news.eu

«Κάθε μέρα στις 6:14 ο γείτονάς μου άνοιγε τα παντζούρια – Δεν φανταζόμουν ποτέ τι κρυβόταν πίσω απ’ αυτό»

Θρήνος για τον αδικοχαμένο 19χρονο πυροσβέστη – Τον καταπλάκωσε τοίχος στο σπίτι που ανακαίνιζε